- λεπτοχειλής
- λεπτο-χειλής, ές,A thin-lipped, ib.528a29; v.l. λεπτόχειλος, ον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτοχειλής — λεπτοχειλής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά χείλη, λεπτόχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επι χειλής, ισο χειλής] … Dictionary of Greek
λεπτοχειλῆ — λεπτοχειλής thin lipped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λεπτοχειλής thin lipped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λεπτοχειλής thin lipped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek